- ατέλεια
- [атэлия] ουσ. Θ. несовершенство
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἀτελείᾳ — ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλεια — incompleteness fem nom/voc sg ἀτέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
ατέλεια — η 1. έλλειψη τελειότητας, αρτιότητας, ελάττωμα: Θα εκθέσω μερικές από τις ατέλειες που έχει το έργο αυτό. 2. απαλλαγή από την πληρωμή τελών, φόρων: Οι ανάπηροι πολέμου έχουν ατέλεια στα θέατρα και τους κινηματογράφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτελείας — ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl (ionic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείαν — ἀτελείᾱν , ἀτέλεια incompleteness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱν , ἀτέλειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελειῶν — ἀτέλεια incompleteness fem gen pl ἀτέλεια incompleteness fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείαις — ἀτέλεια incompleteness fem dat pl ἀτέλεια incompleteness fem dat pl (ionic) ἀτέλειος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλειαι — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl (ionic) ἀτέλειος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Освобождение от повинностей — • Άτέλεια, освобождение от повинностей, было или полное (ατέλεια άπάντων), или ограниченное, когда освобождали только от некоторых повинностей, напр. от лейтургий, известных пошлин и податей, или от военной службы (ατέλεια στρατίας) … Реальный словарь классических древностей
ἀτελείη — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτέλειος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)